- όρειος
- -εία, -ο (Α ὄρειος -εία, -ον, θηλ. και -ος, επικ. τ. οὔρειος, -εία, -ον) (Α)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη, ορεινός, βουνήσιος («ὕλης ὀρείας», Αισχύλ.)νεοελλ.φρ. «ορεία κρύσταλλος»(ορυκτ.) διαφανής ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού χαλαζίας, η οποία έχει αξία πολύτιμου λίθου λόγω τής καθαρότητάς της και τής ολοκληρωτικής απουσίας σ' αυτήν χρώματος ή ατελειώναρχ.αυτός που περιπλανιέται ή διαμένει στα όρη («οὔρειόν τ' ἀκμῆτα ταῡρον», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *ορεσ-jος (< θ. ὀρεσ- τού ὄρος* [ΙΙ]), (πρβλ. τέλειος: τέλος].
Dictionary of Greek. 2013.